- βούλητ'
- βούλητα , βούλητοςneut nom/voc/acc plβούλητε , βούλητοςmasc/fem voc sgβούληται , βούλομαιwillpres subj mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.